Αντώνης Σουρούνης
Εμφανίζεται στα γράμματα το 1969 με το έργο του Ένα αγόρι γελάει και κλαίει.Η «αυθόρμητη πρόζα» που θα γίνει στη συνέχεια ιδιαίτερος αφηγηματικός τρόπος του Σουρούνη, αρχίζει να αναδεικνύεται από το επόμενο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Οι Συμπαίχτες που εκδίδεται το 1977. Οι ιστορίες του βασίζονται στα βιώματα του συγγραφέα, σε αυτοαναφορικά γεγονότα, ενώ ο ίδιος ως παρατηρητής μετουσιώνει σε λογοτεχνία και σε ανθρώπινη φιγούρα το βιωματικό του υλικό.
Το 1995 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο Ο χορός των ρόδων. Το 2006 βραβεύτηκε από την εξαμηνιαία λογοτεχνική επιθεώρηση του περιοδικού να ένα μήλοκαι έναν χρόνο αργότερα από το περιοδικό Διαβάζω με το «Βραβείο μυθιστορήματος» για το έργο του Το μονοπάτι στη θάλασσα.
Στο έργο του Σουρούνη μπορούμε να διακρίνουμε δυο περιόδους: στα πρώτα του βιβλία η δράση τοποθετείται στην Γερμανία και οι ήρωες είναι συνήθως μετανάστες, άτομα λαϊκά που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής.
Είτε οι ήρωες εμφανίζονται ως λούμπεν φιγούρες της νύχτας είτε ως βιομηχανικοί εργάτες, η πρώτη ύλη των διηγημάτων και συγχρόνως ο άξονας γύρω από τον οποίον στρέφεται η θεματογραφία των πρώτων έργων είναι πάντα η ζωή του γκάσταρμπάιτερ.
Το 2006 απέσπασε από την εξαμηνιαία λογοτεχνική επιθεώρηση του περιοδικού να ένα μήλο και έναν χρόνο αργότερα από το περιοδικό Διαβάζω το «Βραβείο μυθιστορήματος» για το έργο του Το μονοπάτι στη θάλασσα.
Η έκφραση του είναι λιτή, η γλώσσα του σκωπτική, ιδιωματική λαϊκή, μεταφορική. Σε συνέντευξή του στην Αναστασία Λαμπρία, που δημοσιεύτηκε στο protagon.gr το 2009, είχε πει για τον τρόπο της γραφής του: «Οι λέξεις: Όταν κάθομαι να γράψω γράφω λέξεις που δεν τις ξέρω. Δεν τις έχω ακούσει ποτέ. Κι ανοίγω το λεξικό να δω, είν’ αυτή η σωστή λέξη; Κι είναι αυτή η λέξη. Καμία άλλη, μόνο αυτή. Είναι σαν να τις έχω ξαναπεί κάποτε στη ζωή μου, σε άλλη ζωή ίσως. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου λες ότι λείπουν τα επίθετα, δεν ξέρω τι είναι αυτό. Γράφω κατεβατά ολόκληρα, τελειώνει η φράση, η εικόνα, έρχεται η εικόνα και οι λέξεις βγαίνουν μετά, κατευθείαν (…) Δεν στήνω εγώ τα πρόσωπα, δεν στήνω τίποτα. Μόνοι τους παίρνουν θέση. Αλήθεια σου λέω. Εγώ είμαι ο δούλος, ο μπάτλερ τους που σερβίρω, δεν ξέρω τι γίνεται, ποτέ δεν ξέρω τι γίνεται».
Σε μια τελευταία συνέντευξή του, είχε πει πως «Όλα τα μεγάλα τα συναντάμε μόνοι»
"Θα τον θυμόμαστε, φυσικά,έγραψε η Ελένη Γκίκα.Επειδή η ματιά του φώτιζε αλλιώς τη ζωή αλλά και επειδή έζησε όπως έγραψε: ελεύθερος, ολομόναχος κι ανεξάρτητος, χωρίς αγκυλώσεις και μέριμνες καθημερινές, σαν τα πετεινά του ουρανού. Ένας ολοζώντανος μύθος ακόμα κι εν τη ζωή. Εξάλλου, έτσι ακριβώς έφυγε. Έγινε ο Νούσης κι επέστρεψε σε μια νιότη και σε μια περιπλάνηση αδιαπραγμάτευτη, υπήρξε ο ίδιος, οι τελευταίες σελίδες στο μυθιστόρημά του"
Βιβλία του:Οι συμπαίχτες, Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου, Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι, Πάσχα στο χωριό, Υπ' όψιν της Λίτσας, Ο χορός των Ρόδων, Το μπαστούνι, Μισόν αιώνα άνθρωπος, Γκας ο γκάνγκστερ, Κυριακάτικες ιστορίες, Το μονοπάτι στη θάλασσα, Υπ' όψιν της Λίτσας, Το μπαστούνι, Νύχτες με ουρά.
(Πηγές:Καθημερινή,News.gr,Βικι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου