Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Η πιο σκοτεινή ώρα- Darkest hour

Η πιο σκοτεινή ώρα- Darkest hour


Κριτική ταινίας από τη Χαριτίνη Μαλισσόβα
Στην πιο σκοτεινή ώρα της Βρετανικής ιστορίας στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου μας μεταφέρει η έβδομη ταινία του Βρετανού Τζο Ράιτ («Περηφάνια και Προκατάληψη», «Εξιλέωση», «Άννα Καρένινα).
Βασικός πρωταγωνιστής της είναι και ο πρωταγωνιστής της Ιστορίας, ο θρυλικός Ουίνστον Τσόρτσιλ,ο οποίος αναλαμβάνει την πρωθυπουργία αναλαμβάνοντας παράλληλα και το πιο δύσκολο εγχείρημα, αυτό της διάσωσης του Βρετανικού στρατού από τον αποκλεισμό του από τα ναζιστικά στρατεύματα στη Δουνκέρκη.
 Ο ίδιος μάλιστα χαρακτήρισε ως πιο σκοτεινή ώρα τη στιγμή της απόφασης .

Η ταινία σκιαγραφεί το προφίλ και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Τσόρτσιλ, βάζοντάς μας στην οικογενειακή και προσωπική ζωή του Βρετανού ηγέτη μιλώντας για το δύστροπο χαρακτήρα του, το καυστικό χιούμορ του, τη συνεχή χρήση αλκοόλ αλλά και για την αγάπη στην οικογένειά του, και κυρίως στη σύζυγό του(Κρίστιν Σκοτ Τόμας) μέχρι και τη σχεδόν  πατρική σχέση που σταδιακά αποκτά με τη γραμματέα του (Λίλι Τζέιμς).
Τον ρόλο του Τσόρτσιλ ερμηνεύει μοναδικά ο  Γκάρι Όλντμαν ο οποίος  αποδίδει απόλυτα επιτυχημένα ακόμα και την ιδιόμορφη άρθρωσή του . Η εκπληκτική ομοιότητά του με τον Τσόρτσιλ οφείλεται στον καλλιτέχνη των ειδικών εφέ Καζουχίρο Τσούτζι, μετά   από πειραματισμούς έξι μηνών. 
Μετά τις πρώτες συστάσεις με τον πρωταγωνιστή η ταινία εξελίσσεται  με το δίλημμα εάν πρέπει ή όχι να συνθηκολογήσει η Βρετανία με τον Χίτλερ, (γεγονός που πιθανόν να επιτύγχαναν οι ίντριγκες του πρώην πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεϊν με τον παραλίγο πρωθυπουργό και νυν υπουργό εξωτερικών Χάλιφαξ) ή να πολεμήσουν  μέχρις εσχάτων.
Ιστορικά στοιχεία δεμένα σε ένα επιτυχημένο σενάριο αποδεικνύουν ότι ο Τσόρτσιλ, αν και αρχικά εθεωρείτο ο πλέον ακατάλληλος για το μέγιστο αξίωμα και τις αντίστοιχα ιστορικές αποφάσεις, κατάφερε τελικά να εμπνεύσει σιγουριά στο λαό του αλλά και να οδηγήσει στη σωτηρία 300.000 στρατιώτες.
Αξιοσημείωτη είναι και η  απόδοση της σχέσης του με τον Βασιλέα Γεώργιο Στ’,ο οποίος αρχικά τον απεχθανόταν και τον φοβόταν( όπως ο ίδιος αποκαλύπτει στον Τσόρτσιλ) και τελικά γίνεται ο κυριότερος υποστηρικτής της απόφασής του να μην παραδώσει τα όπλα.
Εξαιρετική επινόηση αποτελεί η σκηνή στην οποία ο Τσόρτσιλ μπαίνει στον υπόγειο και συνομιλεί με τον λαό, ο οποίος του δίνει τις απαντήσεις που θέλει, ενισχύοντας το αίσθημα του ηγέτη που δεν αγνοεί το κοινό αίσθημα, σκηνή που μπορεί να θεωρηθεί ότι προσπαθεί να τον  «αγιογραφήσει» και που έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τις λεπτομέρειες που δίνονται στην αρχή της ταινίας, οι οποίες  σχεδόν τον απομυθοποιούν.

 Οι ιστορικής και λογοτεχνικής αξίας λόγοι του, καθώς και πολλές γνωστές φράσεις του που αποτελούν εξαίρετα δείγματα αποφθεγματικού λόγου έχουν ενσωματωθεί  επιτυχημένα στις ατάκες του σεναρίου.
Πρόκειται για μία ακριβή και ιδιαίτερα προσεγμένη παραγωγή με πλήρη μεταφορά της εποχής, με εξαιρετικά κοστούμια σκηνικά, φωτισμό και φωτογραφία.
 Αξίζει να σημειωθεί ότι η  πρόσφατα προβεβλημένη  ταινία Δουνκέρκη (Κρ.Νόλαν) δρα αλληλοσυμπληρωματικά με τη Σκοτεινή ώρα ,αφού οι ιστορικές αναφορές της μιας ταινίας διαφωτίζονται από την άλλη.
Ο Γκάρι Όλντμαν απέσπασε ένα SAG για τον ρόλο του Ουίνστον Τσόρτσιλ που καθώς και Χρυσή Σφαίρα.. Εννιά είναι οι υποψηφιότητες BAFTA για την ταινία .Με αδιαφιλονίκητο οσκαρικό φαβορί τον Γκάρι Όλντμαν, η ταινία διεκδικεί επάξια και όσκαρ καλύτερης ταινίας,μακιγιάζ,ενδυματολογίας,καλύτερης διεύθυνσης φωτογραφίας και σκηνογραφίας.

The Post: Απαγορευμένα μυστικά

  

The Post: Απαγορευμένα μυστικά (2017)





Ο μόνος τρόπος να προστατευθεί το δικαίωμα της δημοσίευσης,
είναι η δημοσίευση...
Κριτική ταινίας
Από τη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Σε μια κορυφαία και μοναδική συνύπαρξη οι Μέριλ Στριπ και Τομ Χανκς , ενσαρκώνουν το μαχητικό δίδυμο της  εκδότριας της Washington Post Κάθριν Γκράχαμ και  του διευθυντή Μπεν Μπράντλι την εποχή της αποκάλυψης των «Εγγράφων του Πενταγώνου» που έφεραν στο φως τον ρόλο της Αμερικής στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Μετά από απόσπαση των απόρρητων εγγράφων και τη δημοσίευση μέρους συγκλονιστικών στοιχείων -που καταρρίπτουν τα λεγόμενα τριών Αμερικανών προέδρων σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ- από την εφημερίδα New York Times,η Washington Post καταφέρνει να παραλάβει κι εκείνη τα απόρρητα έγγραφα ,όμως την τελική απόφαση για τη δημοσιευσή τους έχει η εκδότρια της εφημερίδας,καθώς η Times ήδη σύρεται στις δικαστικές αίθουσες .

Ανάμεσα σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον(βρισκόμαστε στο 1971) και με την διεύθυνση της εφημερίδας να έχει περιέλθει στα χέρια της ύστερα από τον θάνατο του πατέρα της και του συζύγου της και μετέπειτα εκδότη της εφημερίδας,η Κάθι Γκράχαμ καταφέρνει να αποδείξει ότι έχει το σθένος και την ωριμότητα να λάβει σημαντικές αποφάσεις.
Αυτοί είναι και οι δύο άξονες στους οποίους κινείται η ταινία: η  δημοσίευση των στοιχείων που μπορεί να οδηγήσουν σε φυλάκιση και η καταξίωση της Γκράχαμ στη συνείδηση όλων ως άξια εκδότρια.(Η αποτύπωση της διπλής ιδιότητας της μεγαλοαστής και μητέρας Γκράχαμ από τη μία και της εκδότριας μιας ιστορικής εφημερίδας από την άλλη ,εντείνουν ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον για την εξέλιξη ).
Σε μια εποχή που για την Αμερική είναι επιβεβλημένη η προστασία της ελευθερίας του Τύπου, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις μαζί του,η ταινία The Post,με την άρτια  σκηνοθετική ματιά  του Στήβεν Σπήλμπεργκ ,ενώ διαπραγματεύεται ιστορικά στοιχεία του 1971 δίνει ξεκάθαρο,απόλυτα επίκαιρο  μήνυμα,γραμμένο από την πρωτοεμφανιζόμενη Λιζ Χάνα και τον οσκαρικά βραβευμένο Τζος Σίνγκερ («Spotlight»)
Ο Νίξον προσπάθησε να σταματήσει την δημοσίευση των Φακέλων, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ Γουίλιαμ Ρένκουιστ πήγε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο και αποφάνθηκε υπέρ της δημοσιοποίησης.
 Εξαιρετικά δοσμένη η ατμόσφαιρα της εποχής σκηνοθετικά και από άποψης φωτογραφίας.
Οι ερμηνείες των δύο οσκαρικού μεγέθους ηθοποιών είναι καθηλωτικές,δίνοντας για άλλη μια φορά ρεσιτάλ ερμηνείας.
Γι’ αυτό και δικαίως απέσπασε Βραβείο καλύτερης ταινίας, α' ανδρικού και α' γυναικείου ρόλου  από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης,αλλά και έξι υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα για ένα υποδειγματικά κατασκευασμένο και αφηγηματικά συναρπαστικό πολιτικο-δημοσιογραφικό θρίλερ. 
Αναμενόμενο είναι να λάβει και πολλές υποψηφιότητες και βραβεία  Όσκαρ
Μια ταινία που αφήνει ιδιαίτερα θετική γεύση και πολλές αφορμές για συζήτηση .

 

Molly's Game

Γρήγορη  άνοδος -Εύκολος στόχος -Σίγουρη πτώση .




Director:

 

Writers:

  (written for the screen by),  (book)


 Κριτική ταινίας
Από τη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ποια νεαρή κοπέλα θα βρισκόταν στην προνομιακή θέση να κερδίζει μέχρι και 10χιλιάδες δολάρια σε ένα βράδυ χωρίς να παρανομεί και χωρίς να πέφτει στα ναρκωτικά ή στην πορνεία και θα έχανε την ευκαιρία ;
Αυτό έκανε και η Μόλλυ Μπλουμ, σκιέρ Ολυμπιακών διαστάσεων ,όταν μετά από μία άσχημη πτώση αναγκάζεται να εγκαταλείψει ένα από τα όνειρα που της είχε εμφυσήσει ο ψυχοθεραπευτής κατ’ επάγγελμα και προπονητής της στο σκι πατέρας της.
Το δεύτερο όνειρο ήταν να ακολουθήσει σπουδές στη Νομική, όμως να που βρέθηκε μία δουλειά η οποία την οδήγησε στο να διοργανώνει παιχνίδια πόκερ με τρανταχτά ονόματα και υψηλά κασέ,βάζοντάς την για αρκετά χρόνια σε ένα ιδιότυπο μεν,αλλά καθ’ όλα νόμιμο δρόμο(πάντα κατά τα λεγόμενα της ίδιας και του σεναρίου της ταινίας),φήμης και κέρδους .
Ο καταξιωμένος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, Άαρον Σόρκιν - βραβευμένος με Όσκαρ Σεναρίου για το φιλμ «The Social Network» (2010) - πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, με την ταινία: «Molly's Game», βασισμένη στην πραγματική ιστορία της Μόλλυ Μπλουμ, της Πριγκίπισσας του πόκερ, όπως την βάφτισε ο κίτρινος τύπος ύστερα από την κινηματογραφική σύλληψή της από 17 πράκτορες του FBI .
Γιατί,όπως είναι φυσικό ,και όπως αφηγείται και η ίδια στο βιβλίο που έγραψε για να εξοικονομήσει χρήματα για τη δικαστικά έξοδα, από  κάποια στιγμή και μετά, αρχίζει να γίνεται άπληστη και να παραβιάζει έναν σοβαρό νόμο περί παράνομης κράτησης ποσοστών, ξεκινά τη χρήση των ναρκωτικών ουσιών και μπλέκει με τη  ρώσικη μαφία, οπότε η αντίστροφη μέτρηση δεν αργεί να έρθει.
Η ταινία είναι μια αφήγηση από την ίδια την πρωταγωνίστρια ,άκρως λεπτομερής, με γρήγορους διαλόγους-σε σημείο που συχνά δεν προλαβαίνεις να παρακολουθήσεις τους υπότιτλους- ενώ παράλληλα ψυχαναλύει τη σχέση κόρης-πατέρα, αφήνοντας σε όλη την ταινία υπονοούμενα για το αίσθημα του ανικανοποίητου από την πλευρά του πατέρα ,ο οποίος εμφανίζεται στην αρχή και στο τέλος της ταινίας, λύνοντας( όχι νε ιδιαίτερα πρωτότυπη τρόπο )τις αμφιβολίες της κόρης για τις προθέσεις του ,αλλά και της κόρης που αισθάνεται ότι δεν έχει εισπράξει την αποδοχή του πατέρα.
Πρωτότυπη είναι η μη αναφορά σε καμία ερωτική σχέση της Μπλουμ, αλλά και η μη ύπαρξη ερωτικής  σκηνής σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού η επιμονή της είναι να μη δώσει κανένα όνομα από όσους βρέθηκαν κατά καιρούς στα παιχνίδια πόκερ, στα 10 χρόνια περίπου που τα διοργάνωνε,οπότε γιατί να δώσει στοιχεία από την προσωπική της ζωή που δεν «αφορούν» την δικαστική της περιπέτεια που καταθέτει .
Επιβλητικός ερμηνευτικά και άκρως πειστικός στο ρόλο του  πατέρα  ο Κέβιν Κόστνερ,έχει πει για την ταινία :
«Ο Άαρον καταγράφει την απελπισία ανθρώπων που δίνουν την εντύπωση ότι τα έχουν όλα τακτοποιημένα στη ζωή τους.  Η ιστορία δεν είναι για τον πατέρα της Μόλι, ούτε για τους προσωπικούς λόγους που τον έκαναν να πιέσει τα παιδιά του. Όλοι οι γονείς θέλουμε τα παιδιά μας να είναι πετυχημένα. Και ορισμένοι κρίνουμε τα παιδιά μας και «χτίζουμε» τη σχέση μας μαζί τους ανάλογα με το αν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μας, παρόλο που ξέρουμε ότι ούτε οι επιθυμίες τους, ούτε οι ανάγκες τους ταυτίζονται με τις δικές μας.»

Βασικός συμπρωταγωνιστής όμως είναι ο δικηγόρος της Μόλλυ ,το ρόλο του οποίου ενσαρκώνει ο Ίντρις Έλμπα.Η επαγγελματική σχέση εμπιστοσύνης  που χτίζει με την κατηγορούμενη πελάτισσά του,είναι μία σχέση που βοηθά με αποτελεσματικό και καταλυτικό τρόπο στην έκβαση της υπόθεσης,αλλά και μια σχέση στην οποία η Μόλλυ προβάλλει και πάλι τη σχέση της με τον πατέρα της (στη σχέση του δικηγόρου με τη δική του κόρη ).

Όσο για την πρωταγωνίστρια, Τζέσικα Τζασταίην, μπορεί να έχασε το αγαλματάκι στην 75η απονομή των Χρυσών σφαιρών από την Νικόλ Κίντμαν, όμως έχτισε άλλον έναν εξαιρετικά καλά δομημένο κινηματογραφικό εαυτό.
Η ταινία είχε προταθεί και για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Σεναρίου (Άαρον Σόρκιν).

Στις δυόμισι περίπου ώρες που διαρκεί ο θεατής δεν βρίσκεται μόνο μπροστά σε μία ενδιαφέρουσα δοσμένη σκηνοθετικά μεταφορά μιας πραγματικής ιστορίας με μυστικά για τον τζόγο και τη μαφία και για το νομικό καθεστώς περί παιγνίων στην Αμερική.Εμπλέκεται άμεσα και στο αμερικανικό όνειρο για εύκολο χρήμα, για εξάρτηση από τον τζόγο με προεκτάσεις στα ανδρικά παιχνίδια ισχύος αλλά και για τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη των οικογενειών της μεσαίας τάξης.
Μαθαίνουμε επίσης για τα αστρονομικά ποσά που δίνονται ως προκαταβολές από εκδοτικούς οίκους για συγκεκριμένου ενδιαφέροντος βιβλία .
Βλέπουμε οπτικοποιημένα τα παιχνίδια που ήταν καταλυτικά για την έκβαση της υπόθεσης,ώστε να γίνουν αντιληπτές οι κινήσεις και από τον ανίδεο ως προς το πόκερ θεατή .
 
Κεντρικοί άξονες της ιστορία είναι η προσωπική διαδρομή της Μόλλυ, η κρίσιμη σχέση με τον δικηγόρο της και η άρνησή της να προδώσει τους πρώην πελάτες της.

Η αφήγηση της Μπλουμ τελειώνει με τη σύλληψή της από το FBI το 2014, η ιδέα για τη δημιουργία της ταινίας, ομως ,ξεκινάει πολύ πριν καταλάβει ότι έρχεται η πτώση. Όταν διοργάνωνε παιχνίδια στο Plaza Hotel στο Μανχάταν, συναντήθηκε με τον παραγωγό Λεοπόλντο Γκουτ σε ένα πάρτι, ο οποίος έδειξε ενδιαφέρον για την ιστορία της. Τη γνώρισε στον εκδότη του κι εκείνη συμφώνησε μαζί του να εκδοθεί ένα βιβλίο, συμφωνία που αναβλήθηκε μετά τη σύλληψή της.

Η γυναίκα που «πέφτει» και ξανασηκώνεται για να συνεχίσει την πορεία της στη ζωή αναζητώντας νέες ευκαιρίες, μπορεί να δίνεται στο τέλος με προβλέψιμο και κλισέ τρόπο,όμως,ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία. Και η ίδια η ζωή αυτό επιτάσσει: να ζούμε τη ζωή μας ,να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και να βρίσκουμε τη δύναμη να συνεχίζουμε. Όσες φορές κι αν πέσουμε.