Κυριακή 15 Απριλίου 2018

                 Βίβιαν Στεργίου 


«Δεν είναι λίγο ν' ασχολείσαι, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς μ' αυτά που σ' αρέσουν....»



Η Βίβιαν Στεργίου γεννήθηκε στα Τρίκαλα, το 1992. 
Σπούδασε νομική στην Αθήνα και στην Ουτρέχτη.
Είναι υποψήφια διδάκτωρ της Νομικής Αθήνας. Το μπλε υγρό είναι η πρώτη της συλλογή διηγημάτων που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στο αναγνωστικό κοινό.
Πολλοί και διαφορετικοί χαρακτήρες κάθε ηλικίας συνθέτουν το καλογραμμένο παζλ του βιβλίου της.Με γραφή ώριμη που αγγίζει και τον πιο δύσκολο αναγνώστη η Βίβιαν Στεργίου σίγουρα έχει πολλά ακόμα να προσφέρει  στο συγγραφικό χώρο. 



Η συλλογή των διηγημάτων σας με τίτλο Μπλε υγρό,από τις εκδ. Πόλις .Πείτε μας λίγα λόγια.

Ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που ζουν τώρα. Πολλοί διαφορετικοί χαρακτήρες και όχι όλοι νέοι ή όλοι της γενιάς μου όπως συνηθίζεται να γράφεται όταν γίνονται αναφορές στο “μπλε υγρό”.


Με δεδομένο το νεαρό της ηλικίας σας είναι βέβαιο ότι ξεκινήσατε να γράφετε κατά τα φοιτητικά  χρόνια.Τι ήταν αυτό που παρακίνησε μια φοιτήτρια Νομικής να ασχοληθεί με τη συγγραφή ;

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μας κάνει να γράφουμε. Από μόνη μου δεν έχω αναρωτηθεί στα σοβαρά γιατί γράφω, δεν έχω καθίσει να φιλοσοφήσω. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το κάνω συνειδητά, αλλά δεν βρήκα σκόπιμο να σκεφτώ γιατί το κάνω. Θα μπορούσα να πω διάφορα, που τα έχω μάλιστα ισχυρισθεί, όπως ότι με ισορροπεί, ότι μου δίνει νόημα, με κάνει χαρούμενη και μού αρέσει. Δεν είναι λίγο ν' ασχολείσαι, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς μ' αυτά που σ' αρέσουν, να μπορείς να τα ονομάσεις και να τα έχεις στη μέρα σου. Αλλά όλες αυτές οι σκέψεις έρχονται μετά το γράψιμο. Όταν κάθεσαι να γράψεις το κάνεις από ανάγκη, θέλεις να το κάνεις, δεν μπορείς αλλιώς. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι θα βγει οπωσδήποτε κάτι καλό ούτε ότι θα έχεις αποτέλεσμα, αν δεν δουλέψεις με το γράψιμο σου.

Γιατί τα νέα παιδιά δεν διαβάζουν λογοτεχνία ;

Πιστεύω ότι θα έχουν να δώσουν καλύτερες εξηγήσεις οι ειδικοί. Μπορώ να υποθέσω ότι φταίει πολύ το σχολείο που πείθει τα παιδιά ότι πρέπει να διαβάζουν, για να πάρουν κάτι (π.χ. Βαθμό, αποδοχή του δασκάλου), ενώ διαβάζουμε και δημιουργούμε, για να μαθαίνουμε και να χαιρόμαστε και για την ίδια την απόλαυση της ανάγνωσης. Ίσως φταίει και η υπερβολική έκθεση σε εφαρμογές ή οθόνες που χαλάνε τη συγκέντρωση, αλλά αλήθεια δεν έχω διαβάσει έρευνες πάνω στο θέμα, είμαι σίγουρη ότι θα υπάρχουν. 

Είναι γεγονός ότι είστε  κατά κοινή ομολογία αποδεκτή από τον συγγραφικό κόσμο στο σύνολό του -αλλά και ως η πιο πολυσυζητημένη νέα συγγραφέας.Ποια είναι τα συναισθήματά σας ;

Χαίρομαι για την αποδοχή και αισθάνομαι ειδικά ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που πίστεψαν στο “μπλε υγρό” από πολύ νωρίς. Οι συγγραφείς ναι μεν δεν γράφουν για να είναι αρεστοί ή να ταιριάζουν στις προσδοκίες των αναγνωστών ή των εκδοτών, αλλά από την άλλη επιχειρούν να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους, να δημιουργήσουν σημεία επαφής και οικειότητας να νιώσουν κοντά με άλλους, κυρίως μ' αυτούς που θα τους διαβάσουν. Οπότε χαίρομαι που το βιβλίο προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ εννοείται δεν συμμερίζομαι πάντα αυτό που βλέπουν στο βιβλίο άλλοι συγγραφείς ή αναγνώστες. Εμένα δηλαδή τυχαίνει μερικές φορές να μού αρέσει για άλλους λόγους. Παρακολουθώ με τεράστιο ενδιαφέρον όμως τους λόγους για τους οποίους αρέσει, ή δεν αρέσει, και διαβάζω όλες τις γνώμες που γράφονται είτε αναγνωστών είτε συγγραφέων και κριτικών με μεγάλη ευγνωμοσύνη. 

Παρόλο που μεγαλώσατε σε μια επαρχιακή πόλη ,δίνετε το στίγμα της αθηναϊκής ζωής με μεγάλη ευστοχία .Ποιο στοιχείο της ζωής στην πρωτεύουσα σας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ;

Αρχικά, ίσως η ζωή σε αρκετά διαφορετικά μέρη, επαρχία, Αθήνα, εξωτερικό να βοηθάει, μαζί με άλλα, στην παρατήρηση. Όλα σού κάνουν εντύπωση, καλά και άσχημα, αν τους δώσεις την κατάλληλη προσοχή και μιας που ήθελα να βάλω τις ιστορίες μου στην Αθήνα, τις περισσότερες τουλάχιστον, εστίασα την προσοχή μου στην Αθήνα όπως είναι και έτσι δημιουργήθηκε το σχετικό μοτίβο που υπάρχει στο βιβλίο.


Η  αποτύπωση της διαφορετικότητας  είναι έντονη σε πολλά κείμενά σας.
Ποια κοινωνική σύμβαση σάς είναι πιο αποκρουστική ;

Δεν μ' αρέσει αυτοί που δεν μοιάζουν πολύ με τους πολλούς να αντιμετωπίζονται ως “οι άλλοι”. Να καταπιέζονται, επειδή είναι ο εαυτός τους και έχουν μια δυσαρμονία με αυτό που υποτίθεται ότι είναι ένα συμπαγές όλον, η πλειονότητα των ατόμων, με την κυρίαρχη ταυτότητα, το κυρίαρχο φύλο, εθνικότητα, σεξουαλικότητα, τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης κλπ. Είναι άδικο. Δεν θα 'πρεπε να υπάρχουν διακρίσεις, υπάρχουν όμως και υπάρχει μαζί κι η παρηγοριά ότι στις ιστορίες μας μπορούμε να λέμε τα πράγματα όπως είναι, όχι να κάνουμε κήρυγμα ούτε να κουνάμε το δάχτυλο, αλλά με αγάπη, κατανόηση και σεβασμό προς όλες τις κατευθύνσεις να δημιουργούμε οικειότητα γι αυτούς που συνήθως είναι “οι άλλοι”. Ήθελα, με τη συλλογή, και σ' αυτούς που βλέπουν τους “ξένους”, τους γκέι, τους “περίεργους” ως άλλους να πω ότι αν τους κοιτάξεις από κοντά θα δεις ότι μοιάζετε, στα βασικά ανθρώπινα στοιχεία μας είμαστε όλοι μαζί, δεν διαφέρουμε, παραμένουμε εντελώς ξεχωριστά άτομα που όμως βιώνουν όλα παρόμοιες ανθρώπινες καταστάσεις.

Το χιούμορ είναι ένα ακόμα στοιχείο της γραφής σας .Μήπως τελικά το χιούμορ είναι ένας σίγουρος τρόπος να διατυπώσουμε τα πολύ σοβαρά που θέλουμε να πούμε ; 
Ναι σίγουρα. Είναι η καλύτερη παρηγοριά. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει περάσει δύσκολα κάποια στιγμή στη ζωή του και να μην εκτιμά το γέλιο. Σιχαίνομαι και τη σοβαροφάνεια, αν κάτι είναι καλά γραμμένο δεν έχει καμία ανάγκη να το παίζει και σοβαρό, μπορεί μια χαρά να μιλά για τα σοβαρά και να είναι αστείο.

Αλήθεια ,πόσο ανασχετικός παράγοντας είναι η ευφυΐα απέναντι στο συμβιβασμό;

Δεν ξέρω. Δεν νομίζω πάντως ότι συμβιβάζονται οι χαζοί και επαναστατούν οι ευφυείς, άλλα στοιχεία είναι ίσως σημαντικά όπως, για παράδειγμα, το αν βολεύεσαι εύκολα ή δύσκολα σε καταστάσεις που δεν σου πάνε ή που είναι άδικες. 

Πώς θα θέλατε  να είναι η ζωή σας (επαγγελματικά ) μετά από 10 χρόνια; 
Δεν πάει τόσο μακριά το μυαλό μου.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε ;

Διάβασα την “Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλντι” του Handke και το λάτρεψα. Από ελληνικά μού άρεσαν πολύ “Οι κόρες του ηφαιστείου” του Οικονόμου.

Γράφετε κάτι καινούργιο ;Θέλετε να μας πείτε ;
Ναι, γράφω, αλλά δεν έχω ξέρω τι θα βγει. Περνάω ωραία γράφοντάς το όμως κι αυτό είναι το πιο σημαντικό σ' αυτό το πολύ αρχικό στάδιο. 



Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Η τσάντα στο σχολείο . Οι πολλαπλές σημασίες μιας καινοτομίας στη σχολική πραγματικότητα

                                                                      
                                                                 Η τσάντα στο σχολείο .
                           
                            Οι πολλαπλές σημασίες μιας καινοτομίας στη σχολική πραγματικότητα


Αν κάποιος μας έλεγε πριν από λίγους μήνες ότι από την Παρασκευή θα αφήνουν οι μαθητές τις τσάντες τους στο σχολείο και ότι δεν θα έχουν διάβασμα το Σαββατοκύριακο ,θα λέγαμε πιθανόν ότι πρόκειται για ένα σενάριο από το μακρινό μέλλον,ιδιαίτερα για την ελληνική πραγματικότητα .
Φυσιολογική η αντίδραση ,αφού συνηθίζεται στο δημοτικό σχολείο να δίνεται λίγη περισσότερη δουλειά για το Σαββατοκύριακο ,με
επαναλήψεις ,φωτοτυπίες και τεστ,αφού τότε υπάρχει περισσότερος ελεύθερος χρόνος .
Τρίτο Σαββατοκύριακο που εφαρμόζεται η Ευτυχισμένη Παρασκευή και το Ξένοιαστο Σαββατοκύριακο στα ελληνικά σχολεία .
Οι αρχικές αντιδράσεις των μαθητών ήταν,όπως ήταν αναμενόμενο, φωνές και ουρλιαχτά χαράς ,αφού θα άφηναν όχι μόνο το φυσικό βάρος της σχολικής τσάντας αλλά και το βάρος και το άγχος του επιβεβλημένου διαβάσματος με αποτέλεσμα τον μειωμένο ελεύθερο χρόνο .
Όσοι εκπαιδευτικοί έχουμε ξεφύγει από την φωτοτυπιομανία και φωτοτυπιολατρεία και αναγνωρίζουμε τις ανάγκες της ήδη επιφορτισμένης ελληνικής οικογένειας από τις εξωσχολικές δραστηριότητες για ελάφρυνση της δουλειάς στο σπίτι,προφανώς και δεχθήκαμε θετικά το συγκεκριμένο σκεπτικό. Η πραγματική δουλειά γίνεται εντός του σχολικού ωραρίου και η εμπέδωση μπορεί να γίνει στις καθημερινές,αρκεί ο χρόνος που διατίθεται για εργασίες στο σπίτι να είναι ουσιαστικός και παραγωγικός .

Ο προβληματισμός μας όμως είναι εξίσου επιβεβλημένος ,αφού το μέτρο εισήχθηκε χωρίς να προετοιμαστεί σωστά ο γονέας .
Το να αφήνουν τα Σαββατοκύριακα την τσάντα στο σχολείο ,απαιτεί ωριμότητα όχι μόνο από τους μαθητές ,αλλά και από τους γονείς .
Το να μην έχω διάβασμα το ΣΚ στο σπίτι δε σημαίνει ότι μένω με το τάμπλετ αγκαλιά όλη μέρα.
Σημαίνει περνώ ουσιαστικό χρόνο με την οικογένεια ,με τους φίλους μου ,αφιερώνω χρόνο για παιχνίδι ,άθληση,προγραμματίζω πολιτιστικές εκδρομές και πολλά άλλα,τα οποία δεν ξέρω αν είναι έτοιμη (για ευνόητους λόγους )η ελληνική κοινωνία να πράξει.

Το πρώτο Σαββατοκύριακο έδειξε ότι λίγα παιδιά ξεκουράστηκαν πραγματικά από το φόρτο των μαθημάτων,αφού πολλά από αυτά ανέφεραν ότι οι γονείς τους τους επέβαλλαν να διαβάσουν τις ξένες γλώσσες ή ό,τι άλλο εξωσχολικό είχαν σε εκκρεμότητα ,ενώ άλλοι έβαλαν δικές τους ασκήσεις στα παιδιά για να κερδίσουν τον «χαμένο» χρόνο .

Όσο παιδιά που δεν ήθελαν να αφήσουν την τσάντα τους στη σχολική αίθουσα ,το υπουργείο ορίζει ότι δεν επιβάλλουμε αλλά προτείνουμε .Ως εκ τούτου υπήρχαν μαθητές (ελάχιστοι ) που έφυγαν με την τσάντα τους από το σχολείο .

Είτε πετύχει και προχωρήσει είτε όχι ,το μέτρο αυτό ας γίνει μια αφορμή για να σκεφτούμε όλοι τη σωστή διαχείριση του ελεύθερου χρόνου .Πάντα με γνώμονα τη δημιουργία ενός ψυχικά υγιούς παιδιού ,που αγαπάει το σχολείο .




Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Η πιο σκοτεινή ώρα- Darkest hour

Η πιο σκοτεινή ώρα- Darkest hour


Κριτική ταινίας από τη Χαριτίνη Μαλισσόβα
Στην πιο σκοτεινή ώρα της Βρετανικής ιστορίας στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου μας μεταφέρει η έβδομη ταινία του Βρετανού Τζο Ράιτ («Περηφάνια και Προκατάληψη», «Εξιλέωση», «Άννα Καρένινα).
Βασικός πρωταγωνιστής της είναι και ο πρωταγωνιστής της Ιστορίας, ο θρυλικός Ουίνστον Τσόρτσιλ,ο οποίος αναλαμβάνει την πρωθυπουργία αναλαμβάνοντας παράλληλα και το πιο δύσκολο εγχείρημα, αυτό της διάσωσης του Βρετανικού στρατού από τον αποκλεισμό του από τα ναζιστικά στρατεύματα στη Δουνκέρκη.
 Ο ίδιος μάλιστα χαρακτήρισε ως πιο σκοτεινή ώρα τη στιγμή της απόφασης .

Η ταινία σκιαγραφεί το προφίλ και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Τσόρτσιλ, βάζοντάς μας στην οικογενειακή και προσωπική ζωή του Βρετανού ηγέτη μιλώντας για το δύστροπο χαρακτήρα του, το καυστικό χιούμορ του, τη συνεχή χρήση αλκοόλ αλλά και για την αγάπη στην οικογένειά του, και κυρίως στη σύζυγό του(Κρίστιν Σκοτ Τόμας) μέχρι και τη σχεδόν  πατρική σχέση που σταδιακά αποκτά με τη γραμματέα του (Λίλι Τζέιμς).
Τον ρόλο του Τσόρτσιλ ερμηνεύει μοναδικά ο  Γκάρι Όλντμαν ο οποίος  αποδίδει απόλυτα επιτυχημένα ακόμα και την ιδιόμορφη άρθρωσή του . Η εκπληκτική ομοιότητά του με τον Τσόρτσιλ οφείλεται στον καλλιτέχνη των ειδικών εφέ Καζουχίρο Τσούτζι, μετά   από πειραματισμούς έξι μηνών. 
Μετά τις πρώτες συστάσεις με τον πρωταγωνιστή η ταινία εξελίσσεται  με το δίλημμα εάν πρέπει ή όχι να συνθηκολογήσει η Βρετανία με τον Χίτλερ, (γεγονός που πιθανόν να επιτύγχαναν οι ίντριγκες του πρώην πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεϊν με τον παραλίγο πρωθυπουργό και νυν υπουργό εξωτερικών Χάλιφαξ) ή να πολεμήσουν  μέχρις εσχάτων.
Ιστορικά στοιχεία δεμένα σε ένα επιτυχημένο σενάριο αποδεικνύουν ότι ο Τσόρτσιλ, αν και αρχικά εθεωρείτο ο πλέον ακατάλληλος για το μέγιστο αξίωμα και τις αντίστοιχα ιστορικές αποφάσεις, κατάφερε τελικά να εμπνεύσει σιγουριά στο λαό του αλλά και να οδηγήσει στη σωτηρία 300.000 στρατιώτες.
Αξιοσημείωτη είναι και η  απόδοση της σχέσης του με τον Βασιλέα Γεώργιο Στ’,ο οποίος αρχικά τον απεχθανόταν και τον φοβόταν( όπως ο ίδιος αποκαλύπτει στον Τσόρτσιλ) και τελικά γίνεται ο κυριότερος υποστηρικτής της απόφασής του να μην παραδώσει τα όπλα.
Εξαιρετική επινόηση αποτελεί η σκηνή στην οποία ο Τσόρτσιλ μπαίνει στον υπόγειο και συνομιλεί με τον λαό, ο οποίος του δίνει τις απαντήσεις που θέλει, ενισχύοντας το αίσθημα του ηγέτη που δεν αγνοεί το κοινό αίσθημα, σκηνή που μπορεί να θεωρηθεί ότι προσπαθεί να τον  «αγιογραφήσει» και που έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τις λεπτομέρειες που δίνονται στην αρχή της ταινίας, οι οποίες  σχεδόν τον απομυθοποιούν.

 Οι ιστορικής και λογοτεχνικής αξίας λόγοι του, καθώς και πολλές γνωστές φράσεις του που αποτελούν εξαίρετα δείγματα αποφθεγματικού λόγου έχουν ενσωματωθεί  επιτυχημένα στις ατάκες του σεναρίου.
Πρόκειται για μία ακριβή και ιδιαίτερα προσεγμένη παραγωγή με πλήρη μεταφορά της εποχής, με εξαιρετικά κοστούμια σκηνικά, φωτισμό και φωτογραφία.
 Αξίζει να σημειωθεί ότι η  πρόσφατα προβεβλημένη  ταινία Δουνκέρκη (Κρ.Νόλαν) δρα αλληλοσυμπληρωματικά με τη Σκοτεινή ώρα ,αφού οι ιστορικές αναφορές της μιας ταινίας διαφωτίζονται από την άλλη.
Ο Γκάρι Όλντμαν απέσπασε ένα SAG για τον ρόλο του Ουίνστον Τσόρτσιλ που καθώς και Χρυσή Σφαίρα.. Εννιά είναι οι υποψηφιότητες BAFTA για την ταινία .Με αδιαφιλονίκητο οσκαρικό φαβορί τον Γκάρι Όλντμαν, η ταινία διεκδικεί επάξια και όσκαρ καλύτερης ταινίας,μακιγιάζ,ενδυματολογίας,καλύτερης διεύθυνσης φωτογραφίας και σκηνογραφίας.

The Post: Απαγορευμένα μυστικά

  

The Post: Απαγορευμένα μυστικά (2017)





Ο μόνος τρόπος να προστατευθεί το δικαίωμα της δημοσίευσης,
είναι η δημοσίευση...
Κριτική ταινίας
Από τη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Σε μια κορυφαία και μοναδική συνύπαρξη οι Μέριλ Στριπ και Τομ Χανκς , ενσαρκώνουν το μαχητικό δίδυμο της  εκδότριας της Washington Post Κάθριν Γκράχαμ και  του διευθυντή Μπεν Μπράντλι την εποχή της αποκάλυψης των «Εγγράφων του Πενταγώνου» που έφεραν στο φως τον ρόλο της Αμερικής στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Μετά από απόσπαση των απόρρητων εγγράφων και τη δημοσίευση μέρους συγκλονιστικών στοιχείων -που καταρρίπτουν τα λεγόμενα τριών Αμερικανών προέδρων σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ- από την εφημερίδα New York Times,η Washington Post καταφέρνει να παραλάβει κι εκείνη τα απόρρητα έγγραφα ,όμως την τελική απόφαση για τη δημοσιευσή τους έχει η εκδότρια της εφημερίδας,καθώς η Times ήδη σύρεται στις δικαστικές αίθουσες .

Ανάμεσα σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον(βρισκόμαστε στο 1971) και με την διεύθυνση της εφημερίδας να έχει περιέλθει στα χέρια της ύστερα από τον θάνατο του πατέρα της και του συζύγου της και μετέπειτα εκδότη της εφημερίδας,η Κάθι Γκράχαμ καταφέρνει να αποδείξει ότι έχει το σθένος και την ωριμότητα να λάβει σημαντικές αποφάσεις.
Αυτοί είναι και οι δύο άξονες στους οποίους κινείται η ταινία: η  δημοσίευση των στοιχείων που μπορεί να οδηγήσουν σε φυλάκιση και η καταξίωση της Γκράχαμ στη συνείδηση όλων ως άξια εκδότρια.(Η αποτύπωση της διπλής ιδιότητας της μεγαλοαστής και μητέρας Γκράχαμ από τη μία και της εκδότριας μιας ιστορικής εφημερίδας από την άλλη ,εντείνουν ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον για την εξέλιξη ).
Σε μια εποχή που για την Αμερική είναι επιβεβλημένη η προστασία της ελευθερίας του Τύπου, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις μαζί του,η ταινία The Post,με την άρτια  σκηνοθετική ματιά  του Στήβεν Σπήλμπεργκ ,ενώ διαπραγματεύεται ιστορικά στοιχεία του 1971 δίνει ξεκάθαρο,απόλυτα επίκαιρο  μήνυμα,γραμμένο από την πρωτοεμφανιζόμενη Λιζ Χάνα και τον οσκαρικά βραβευμένο Τζος Σίνγκερ («Spotlight»)
Ο Νίξον προσπάθησε να σταματήσει την δημοσίευση των Φακέλων, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ Γουίλιαμ Ρένκουιστ πήγε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο και αποφάνθηκε υπέρ της δημοσιοποίησης.
 Εξαιρετικά δοσμένη η ατμόσφαιρα της εποχής σκηνοθετικά και από άποψης φωτογραφίας.
Οι ερμηνείες των δύο οσκαρικού μεγέθους ηθοποιών είναι καθηλωτικές,δίνοντας για άλλη μια φορά ρεσιτάλ ερμηνείας.
Γι’ αυτό και δικαίως απέσπασε Βραβείο καλύτερης ταινίας, α' ανδρικού και α' γυναικείου ρόλου  από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης,αλλά και έξι υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα για ένα υποδειγματικά κατασκευασμένο και αφηγηματικά συναρπαστικό πολιτικο-δημοσιογραφικό θρίλερ. 
Αναμενόμενο είναι να λάβει και πολλές υποψηφιότητες και βραβεία  Όσκαρ
Μια ταινία που αφήνει ιδιαίτερα θετική γεύση και πολλές αφορμές για συζήτηση .

 

Molly's Game

Γρήγορη  άνοδος -Εύκολος στόχος -Σίγουρη πτώση .




Director:

 

Writers:

  (written for the screen by),  (book)


 Κριτική ταινίας
Από τη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ποια νεαρή κοπέλα θα βρισκόταν στην προνομιακή θέση να κερδίζει μέχρι και 10χιλιάδες δολάρια σε ένα βράδυ χωρίς να παρανομεί και χωρίς να πέφτει στα ναρκωτικά ή στην πορνεία και θα έχανε την ευκαιρία ;
Αυτό έκανε και η Μόλλυ Μπλουμ, σκιέρ Ολυμπιακών διαστάσεων ,όταν μετά από μία άσχημη πτώση αναγκάζεται να εγκαταλείψει ένα από τα όνειρα που της είχε εμφυσήσει ο ψυχοθεραπευτής κατ’ επάγγελμα και προπονητής της στο σκι πατέρας της.
Το δεύτερο όνειρο ήταν να ακολουθήσει σπουδές στη Νομική, όμως να που βρέθηκε μία δουλειά η οποία την οδήγησε στο να διοργανώνει παιχνίδια πόκερ με τρανταχτά ονόματα και υψηλά κασέ,βάζοντάς την για αρκετά χρόνια σε ένα ιδιότυπο μεν,αλλά καθ’ όλα νόμιμο δρόμο(πάντα κατά τα λεγόμενα της ίδιας και του σεναρίου της ταινίας),φήμης και κέρδους .
Ο καταξιωμένος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, Άαρον Σόρκιν - βραβευμένος με Όσκαρ Σεναρίου για το φιλμ «The Social Network» (2010) - πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, με την ταινία: «Molly's Game», βασισμένη στην πραγματική ιστορία της Μόλλυ Μπλουμ, της Πριγκίπισσας του πόκερ, όπως την βάφτισε ο κίτρινος τύπος ύστερα από την κινηματογραφική σύλληψή της από 17 πράκτορες του FBI .
Γιατί,όπως είναι φυσικό ,και όπως αφηγείται και η ίδια στο βιβλίο που έγραψε για να εξοικονομήσει χρήματα για τη δικαστικά έξοδα, από  κάποια στιγμή και μετά, αρχίζει να γίνεται άπληστη και να παραβιάζει έναν σοβαρό νόμο περί παράνομης κράτησης ποσοστών, ξεκινά τη χρήση των ναρκωτικών ουσιών και μπλέκει με τη  ρώσικη μαφία, οπότε η αντίστροφη μέτρηση δεν αργεί να έρθει.
Η ταινία είναι μια αφήγηση από την ίδια την πρωταγωνίστρια ,άκρως λεπτομερής, με γρήγορους διαλόγους-σε σημείο που συχνά δεν προλαβαίνεις να παρακολουθήσεις τους υπότιτλους- ενώ παράλληλα ψυχαναλύει τη σχέση κόρης-πατέρα, αφήνοντας σε όλη την ταινία υπονοούμενα για το αίσθημα του ανικανοποίητου από την πλευρά του πατέρα ,ο οποίος εμφανίζεται στην αρχή και στο τέλος της ταινίας, λύνοντας( όχι νε ιδιαίτερα πρωτότυπη τρόπο )τις αμφιβολίες της κόρης για τις προθέσεις του ,αλλά και της κόρης που αισθάνεται ότι δεν έχει εισπράξει την αποδοχή του πατέρα.
Πρωτότυπη είναι η μη αναφορά σε καμία ερωτική σχέση της Μπλουμ, αλλά και η μη ύπαρξη ερωτικής  σκηνής σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού η επιμονή της είναι να μη δώσει κανένα όνομα από όσους βρέθηκαν κατά καιρούς στα παιχνίδια πόκερ, στα 10 χρόνια περίπου που τα διοργάνωνε,οπότε γιατί να δώσει στοιχεία από την προσωπική της ζωή που δεν «αφορούν» την δικαστική της περιπέτεια που καταθέτει .
Επιβλητικός ερμηνευτικά και άκρως πειστικός στο ρόλο του  πατέρα  ο Κέβιν Κόστνερ,έχει πει για την ταινία :
«Ο Άαρον καταγράφει την απελπισία ανθρώπων που δίνουν την εντύπωση ότι τα έχουν όλα τακτοποιημένα στη ζωή τους.  Η ιστορία δεν είναι για τον πατέρα της Μόλι, ούτε για τους προσωπικούς λόγους που τον έκαναν να πιέσει τα παιδιά του. Όλοι οι γονείς θέλουμε τα παιδιά μας να είναι πετυχημένα. Και ορισμένοι κρίνουμε τα παιδιά μας και «χτίζουμε» τη σχέση μας μαζί τους ανάλογα με το αν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μας, παρόλο που ξέρουμε ότι ούτε οι επιθυμίες τους, ούτε οι ανάγκες τους ταυτίζονται με τις δικές μας.»

Βασικός συμπρωταγωνιστής όμως είναι ο δικηγόρος της Μόλλυ ,το ρόλο του οποίου ενσαρκώνει ο Ίντρις Έλμπα.Η επαγγελματική σχέση εμπιστοσύνης  που χτίζει με την κατηγορούμενη πελάτισσά του,είναι μία σχέση που βοηθά με αποτελεσματικό και καταλυτικό τρόπο στην έκβαση της υπόθεσης,αλλά και μια σχέση στην οποία η Μόλλυ προβάλλει και πάλι τη σχέση της με τον πατέρα της (στη σχέση του δικηγόρου με τη δική του κόρη ).

Όσο για την πρωταγωνίστρια, Τζέσικα Τζασταίην, μπορεί να έχασε το αγαλματάκι στην 75η απονομή των Χρυσών σφαιρών από την Νικόλ Κίντμαν, όμως έχτισε άλλον έναν εξαιρετικά καλά δομημένο κινηματογραφικό εαυτό.
Η ταινία είχε προταθεί και για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Σεναρίου (Άαρον Σόρκιν).

Στις δυόμισι περίπου ώρες που διαρκεί ο θεατής δεν βρίσκεται μόνο μπροστά σε μία ενδιαφέρουσα δοσμένη σκηνοθετικά μεταφορά μιας πραγματικής ιστορίας με μυστικά για τον τζόγο και τη μαφία και για το νομικό καθεστώς περί παιγνίων στην Αμερική.Εμπλέκεται άμεσα και στο αμερικανικό όνειρο για εύκολο χρήμα, για εξάρτηση από τον τζόγο με προεκτάσεις στα ανδρικά παιχνίδια ισχύος αλλά και για τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη των οικογενειών της μεσαίας τάξης.
Μαθαίνουμε επίσης για τα αστρονομικά ποσά που δίνονται ως προκαταβολές από εκδοτικούς οίκους για συγκεκριμένου ενδιαφέροντος βιβλία .
Βλέπουμε οπτικοποιημένα τα παιχνίδια που ήταν καταλυτικά για την έκβαση της υπόθεσης,ώστε να γίνουν αντιληπτές οι κινήσεις και από τον ανίδεο ως προς το πόκερ θεατή .
 
Κεντρικοί άξονες της ιστορία είναι η προσωπική διαδρομή της Μόλλυ, η κρίσιμη σχέση με τον δικηγόρο της και η άρνησή της να προδώσει τους πρώην πελάτες της.

Η αφήγηση της Μπλουμ τελειώνει με τη σύλληψή της από το FBI το 2014, η ιδέα για τη δημιουργία της ταινίας, ομως ,ξεκινάει πολύ πριν καταλάβει ότι έρχεται η πτώση. Όταν διοργάνωνε παιχνίδια στο Plaza Hotel στο Μανχάταν, συναντήθηκε με τον παραγωγό Λεοπόλντο Γκουτ σε ένα πάρτι, ο οποίος έδειξε ενδιαφέρον για την ιστορία της. Τη γνώρισε στον εκδότη του κι εκείνη συμφώνησε μαζί του να εκδοθεί ένα βιβλίο, συμφωνία που αναβλήθηκε μετά τη σύλληψή της.

Η γυναίκα που «πέφτει» και ξανασηκώνεται για να συνεχίσει την πορεία της στη ζωή αναζητώντας νέες ευκαιρίες, μπορεί να δίνεται στο τέλος με προβλέψιμο και κλισέ τρόπο,όμως,ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία. Και η ίδια η ζωή αυτό επιτάσσει: να ζούμε τη ζωή μας ,να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και να βρίσκουμε τη δύναμη να συνεχίζουμε. Όσες φορές κι αν πέσουμε.

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Οι διαστάσεις του Καζαντζάκη από την κινηματογραφική μεταφορά του.

                           Οι διαστάσεις του Καζαντζάκη
                    από την κινηματογραφική μεταφορά του.

 
                            από τη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Η ζωή ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες του προηγούμενου αιώνα κάτω από  την  επίβλεψη του Γιάννη Σμαραγδή βγήκε από την περασμένη εβδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Επιτυχημένο το καστ της ταινίας. 
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ενσαρκώνει τον Νίκο Καζαντζάκη ενώ η Μαρίνα Καλογήρου αποδίδει το ρόλο του έρωτα της ζωής του ,την Ελένη . Ο οκτάχρονος Αλέξανδρος Καμπαξής είναι ο Νίκος Καζαντζάκης σε μικρή ηλικία, ενώ ο Στέφανος Ληναίος υποδύεται τον 74χρονο συγγραφέα, που πεθαίνει το 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας.
 Ο ρόλος του Ζορμπά αποδίδεται από τον Θ. Αθερίδη ,ενώ τη Μελίνα Μερκούρη υποδύεται η Ζέτα Δούκα. Κύκνεια ερμηνεία για τον Στάθη Ψάλτη, που υποδύεται τον ηγούμενο  στο Σινά ,αποδεικνύοντας  το ταλέντο που ενδεχομένως αδικούσε με κάποιους ρόλους του.

Η ταινία εκτυλίσσεται με το ζευγάρι των πρωταγωνιστών να ετοιμάζονται για το ταξίδι στην Κίνα ,με την Γαλλίδα γειτόνισσα να προσπαθεί να τους πείσει να μην πάνε, ενώ οι ίδιοι κάνουν φλας μπακ στην πορεία του συγγραφέα με άξονα το έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο».Προφανώς αυτό αποτελεί και το λόγο για τον οποίο δεν γίνεται αναφορά στη Γαλάτεια Καζαντζάκη, την πρώτη του γυναίκα.
Ο Καζαντζάκης ως παιδί ,μέσα από τις τραυματικές εμπειρίες του αλκοολικού βίαιου πατέρα, ως έφηβος όταν αφήνει την Κρήτη και φτάνει στην Αθήνα να σπουδάσει Νομικά, αλλά αντιλαμβάνεται ότι θα τον κερδίσει η συγγραφή, το ταξίδι του στο άγιο Όρος για την αναζήτηση του Θεού, στο όρος Σινά για την αναζήτηση του Βούδα ,στη Ρωσία για τον Λένιν και για τα μάτια μιας γυναίκας. 
Κι έπειτα ,ως ενήλικας η γνωριμία του με την Ελένη, η οποία θα γίνει η σύντροφος της ζωής του και η ενσάρκωση του απόλυτου έρωτα και της απόλυτης αφοσίωσης ,τού δακτυλογραφεί το πρώτο του βιβλίο, αλλά και όλα τα βιβλία μέχρι το τέλος της ζωής του μέχρι και την ώρα που τους χωρίζει ο θάνατός του. 

Το κινηματογραφικό πέρασμα (άλλοτε γραμμικό ,άλλοτε όχι )από τα  έργα του  Ασκητική ,Ζορμπάς ,ο Χριστός ξανασταυρώνεται αλλά και ο Τελευταίος πειρασμός, η μεταφορά του οποίου ήταν αιτία της σύγκρουσης με την παπική και την ορθόδοξη εκκλησία και του αποκλεισμού  της συνυποψηφιότητάς του με τον Σικελιανό για το Νόμπελ λογοτεχνία, φτάνοντας μέχρι και τον Καπετάν Μιχάλη που τον απελευθερώνει από το «φάντασμα» του πατέρα του.

Εντυπωσιακή είναι η περιγραφή της βαθιάς φιλίας του με τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος συμπρωταγωνιστεί στο μεγαλύτερο μέρος  της ταινίας. Ο Σμαραγδής αποδίδει την περσόνα  του  ίσως λίγο πιο υπερβολικά από όσο τον γνωρίζαμε ή τον φανταζόμασταν .
Αδελφική η φιλία των δύο ανδρών , με τον Γιώργο Καρδώνη να αποδίδει γλαφυρά την προσωπικότητα του «αλαφροΐσκιωτου» ποιητή .

Χαρακτηριστικό της ταινίας είναι ότι πολλά σημεία του έργου  του Καζαντζάκη αποδίδονται μέσα από αποσπάσματα του έργου του σε  αποφθεγματική μορφή.

Εξαιρετική η φωτογραφία σε κάθε πλάνο,με το ελληνικό φως να αποτυπώνεται παντού, ακόμα και στις δύσκολες μέρες της κατοχής και της πείνας.
Τα εξωτερικά γυρίσματα στην Ακρόπολη με τον Σικελιανό να απαγγέλει στο κοινό του ,είναι από τις κορυφαίες σκηνές της ταινίας.
Αρκετά είναι κσι τα εξωτερικά γυρίσματα στις άλλες χώρες,όπου αποδίδεται η ατμόσφαιρα με άξονα τις εκάστοτε αναζητήσεις του Καζαντζάκη .
Θεωρώ ότι  ο Σμαραγδής ήθελε σκοπίμως  να παρακάμψει το στοιχείο της μιζέριας, που άλλωστε δεν θα ταίριαζε με την προσωπικότητα του συγγραφέα.
Ο έρωτας και η δημιουργικότητά του  εξιδανικεύονται τόσο,που ακόμα κι όταν στην περίοδο της Κατοχής που  η πείνα είναι δυσβάσταχτη ,οι δυο  ήρωες δείχνουν να τα ξεπερνούν όλα με το γράψιμο,τη δακτυλογράφηση ,το γέλιο και την αγκαλιά .
 Η ταινία προσεγγίζει πολύ ανθρώπινα τον Καζαντζάκη.
Ορίζει τις γήινες ,τις  πραγματικές του διαστάσεις (ως άνθρωπο,λογοτέχνη  ,εραστή ,φίλο ).
Δίνει πολλές πληροφορίες για τη φιλία του με τον Σικελιανό,αλλά και για την προσωπικότητα του μεγάλου ποιητή .
Δίνει πολλά στοιχεία για το τι συνέβαινε εκείνη την
εποχή:ιστορικά ,ηθογραφικά ,πολιτικά .
Δεν ξέρω πόσο δίκαιες και μη προκατειλημμένος είναι κάποιες κριτικές που δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν ακόμα και τραγελαφική τη απόδοση κάποιων σκηνών και χαρακτήρων .
Προσωπική μου άποψη είναι ότι όλοι όσοι βρίσκονταν στην Κινηματογραφική αίθουσα σίγουρα συμπάθησαν τον ήρωα και σε καμία περίπτωση δεν έκριναν ότι ο Σμαραγδής δεν σεβάστηκε τον Καζαντζάκη ως προσωπικότητα και ως λογοτέχνη .

 Σίγουρα πρόκειται για μια ταινία στην οποία οι νεότεροι δεν θα πλήξουν.
Οι μεγαλύτεροι ,όσες  ενστάσεις κι αν έχουν για το σενάριο, βγαίνοντας από την αίθουσα,είναι βέβαιο ότι  θα θέλουν να αναζητήσουν  νέα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη.

Κι αυτή θεωρώ ότι είναι η μεγαλύτερη επιτυχία της.



Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017


  To dress code της εκπαιδευτικού.

Η έννοια της πα(σα)ρέλασης
και τα πραγματικά προβλήματα της εκπαίδευσης .

Τόσα χρόνια ασχολούμασταν με τα μήκη των ρούχων των μαθητριών στις σχολικές παρελάσεις.
Φαίνεται πως φέτος έπρεπε τα βέλη να στραφούν και προς τις εκπαιδευτικούς που συνόδευαν τους μαθητές, σε τέτοια έκταση, που πολλοί άρχισαν να με ρωτούν(ως εκπαιδευτικός που είμαι) αν υπάρχει σχετική νομοθεσία για το «πώς πρέπει να ντύνονται οι εκπαιδευτικοί».
Δε θα σταθώ στην αμφίεση των δύο στοχοποιημένων συναδέλφων από τα σόσιαλ μίντια.
Και τούτο διότι διατηρώ αμφιβολίες ,επειδή δεν γνωρίζω για ποιο λόγο τις στοχοποίησαν και ποιοι.
Από εκεί νομίζω θα πρέπει να ξεκινήσει όποιος θέλει να εκφράσει τις αντιρρήσεις του για το ντύσιμό τους. Σε μια εποχή που η στοχοποίηση δεν ξέρουμε αν γίνεται για προβολή (η μία έδωσε ήδη ολοσέλιδη συνέντευξη σε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα) ή για εκφοβισμό,εκβιασμό ή τρολάρισμα , καλό είναι οι απανταχού επικριτές να έχουν μικρό καλάθι.
Από την άλλη όπως γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι , στον εργασιακό χώρο καλό είναι να μην επιδεικνύονται επίμαχα σημεία και καμπύλες, όσο καλλίγραμμα κι αν είναι αυτά, για ευνόητους λόγους. Είτε είσαι δασκάλα είτε ανήκεις σε οποιονδήποτε εργασιακό χώρο ορθό και φρόνιμο είναι να ντύνεσαι και όχι να γδύνεσαι .
Επίσης πρόβλημα δεν είναι συχνά τι φοράμε αλλά πώς το φοράμε και κυρίως πώς μας φοράει.
Η αλήθεια είναι πως με τόσες εκπομπές styling που μονοπωλούν το τηλεοπτικό ενδιαφέρον για σχεδόν τέσσερις ώρες κάθε μεσημέρι, ίσως μπερδεύτηκε η έννοια της παρέλασης με την πασαρέλα..
Και καταλήξαμε σε ένα είδος «πασαρέλασης»! Συγχωρήστε μου τον νεολογισμό .Μου ήρθε αυθόρμητα.

Είμαι βέβαιη πως πολλοί από τους σπεύσαντες να κατηγορήσουν τον πολύπαθο κλάδο των δασκάλων,παρακολουθούν αδιαλείπτως τις εν λόγω εκπομπές, που γελοιοποιούν(πάντα κατά την άποψή μου) την έννοια της αισθητικής, του καλού γούστου ,του ποιοτικού χιούμορ και της σωστής εκφοράς του λόγου.
 
Είναι εύκολος στόχος ο-η εκπαιδευτικός, ακριβώς επειδή βρίσκεται καθημερινά με τα παιδιά μας. «Τι είπε,πώς το είπε και γιατί» αλλά κα «πώς ντύνεται η δασκάλα ή ο δάσκαλος» είναι θέματα καθημερινής συζήτησης σε πολλά σπίτια.
Τα προβλήματα ωστόσο στην εκπαίδευση είναι πολύ σοβαρότερα από την ατυχή,υπερβολικά εκκεντρική,βραδινή ή δευτεροκλασάτη ενδυμασία μιας εκπαιδευτικού στην παρέλαση.
Τη στιγμή που τα περισσότερα σχολεία αντιμετωπίζουν προβλήματα κτιριακής υποδομής, έλλειψης αιθουσών, έλλειψη μέσων τεχνολογίας, ακόμα και θέρμανσης  είναι ανεπίτρεπτο να στεκόμαστε σε τέτοια ζητήματα.
Τη στιγμή που εκπαιδευτικοί αλλάζουν συνεχώς σχολεία, χάνουν οργανικές θέσεις, καλούνται να συμψηφίσουν τις τάξεις τους με ολοήμερα σχολεία ή να τρέχουν από σχολείο σε σχολείο αλλά και απειλούνται μετά από έτη και έτη υπηρεσίας να κληθούν να επανδρώσουν σχολεία απομακρυσμένων περιοχών ή και να μείνουν εκτός ταξης ,είναι ντροπή να μας απασχολεί το μήκος ενός φορέματος,το ντεκολτέ ή το φάρδος μιας καμπάνας παντελονιού.

Τη στιγμή που τα σχολεία δεν επανδρώνονται με νέο προσωπικό ή και όταν επανδρώνονται οι συνάδελφοι ασκούν το λειτουργημά τους σε ανεπαρκείς -τουλάχιστον -συνθήκες ,είναι τραγικό να ασχολούμαστε με τις τρέσες των μαλλιών της δασκάλας.

Εκτός κι  αν είμαστε όντως έθνος ανάδελφο(ω)ν.
 
 Χαριτίνη Μαλισσόβα