Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

La la land. Η ταινία που σαρώνει τα φετινά βραβεία

La la land.


Ρομαντικές νότες και νοσταλγικοί ρυθμοί.


(Η ταινία που σαρώνει τα φετινά βραβεία)

 





(Της Χαριτίνης Μαλισσόβα)

  

Ως «la la land» ορίζεται 

η «πνευματική ευφορία σε δύσκολες περιόδους της ζωής μας», ενώ ο τίτλοςτης εν λόγω ταινίας αποτελεί και λογοπαίγνιο με τοLos Angeles, (L.A),την περίφημη Πόλη των Αγγέλων”, του κυνηγιού των ευκαιριών και της πραγμάτωσης του Αμερικανικού ονείρου.

Πρόκειται για τη  δεύτερη ταινία του Ντάμιεν Σαζέλ με πρωταγωνιστές  τον Ράιαν Γκόσλινγκ στο ρόλο του ιδεαλιστή πιανίστα της τζαζ Σεμπάστιαν ,ο οποίος φαντασιώνεται πως μια μέρα θα αποκτήσει το δικό του κλαμπ και  την Έμα Στόουν στο ρόλο της Μία, σερβιτόρας στο καφέ των Warner Bros Studios , η οποία τρέχει από οντισιόν σε οντισιόν κυνηγώντας καριέρα ηθοποιού.

Η ηθοποιός και ο τζαζίστας που προσπαθούν να διατηρήσουν τον έρωτά τους στο κυνήγι της αναγνωρισιμότητας και της δόξας χορεύουντραγουδούν  και εντυπωσιάζουν με τις ερμηνείες τους σε μια άκρως νοσταλγική ταινία, μια ταινία που θίγει σχέσεις και καταστάσεις διαχρονικής ισχύος. 

 

Όσο κι αν το σενάριο ακούγεται αρκετά κλισέ, η σκηνοθετική ματιά του Σαζέλ σε συνδυασμό με την φωτογραφία και την εξαιρετική χημεία και ερμηνεία των πρωταγωνιστών απογειώνουν την ταινία,χαρίζοντας στον θεατή όλη την παλέτα των συναισθημάτων και κυρίως χαρίζοντάς του δυο ώρες  κινηματογραφικής απόλαυσης, με πανδαισία χρωμάτων, χορού, μουσικής και επαρκών δόσεωνπροβληματισμού και συγκίνησης.


Το La la land έχει όσα στοιχεία μιούζικαλ χρειάζεταινα έχει μια ταινία ώστε να κερδίσει και τον πιο αντι-μιούζικαλ θεατή.(Ωστόσο, αρκετοί κύριοι στο τέλος της προβολής μιλούσαν για καθαρά γυναικεία ταινία. Πώς αλλιώς, άλλωστε, όταν το Χόλυγουντ μας  έχει συνηθίσει σε άλλου σεναριακού  ύφους  ταινίες.) Το βέβαιο  είναι πως χρειάζεται να είναι κάποιος επαρκής θεατής για να κρίνει θετικά ή αρνητικά το ύφος του La la land.


Κάποιοι θεωρούν υπερτιμημένες τις τόσες καλές κριτικές που απέσπασε η ταινία από τις πρώτες μέρες, ωστόσο η πραγματικότητα έρχεται να τους διαψεύσει. 


Η ταινία είναι ο μεγάλος νικητής στην απονομή των Χρυσών Σφαιρών καθώς εξασφάλισε και τα επτά βραβεία για τα οποία είχε προταθεί. Κατέρριψε  κάθε ρεκόρ στις Χρυσές Σφαίρες, καθώς είναι η πρώτη φορά που τόσα πολλά βραβεία απονέμονται στην ίδια ταινία: τη Χρυσή Σφαίρα για την καλύτερη κωμωδία, το καλύτερο μουσικό φιλμ, τον καλύτερο σκηνοθέτη, το καλύτερο σενάριο αλλά και την καλύτερη πρωτότυπη μουσική για το τραγούδι «City of Stars»,ενώ και οι δυο πρωταγωνιστές  βραβεύτηκαν για τις ερμηνείες τους.



Το «La La Land» κυριάρχησε επίσης  και  στα βραβεία BAFTA (British Awards)λαμβάνοντας πέντε βραβεία στο σύνολο: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μουσικής ,φωτογραφίας, και  Α΄ Γυναικείου Ρόλου για την Έμμα Στόουν.

H 28χρονη Αμερικανίδα ηθοποιός  επικράτησε σε μια κατηγορία που είχε  υποψήφιες για το βραβείο τις Μέριλ Στριπ (Florence Foster Jenkins), Νάταλι Πόρτμαν (Jackie), Έιμι Ανταμς (Arrival) και Έμιλι Μπλαντ (Το κορίτσι του τρένου). 

Τα επερχόμενα Όσκαρ είναι βέβαιο ότι θα επιβραβεύσουν ανάλογα το La laland,αποδεικνύοντας έτσι πως το Χόλιγουντ είχεανάγκη από μια στροφή στη δική του εποχή της αθωότητας .Κυρίως όμως αποδεικνύεται πως τόσο οι κριτικοί όσο και  οι θεατές έχουμε ανάγκη από ισχυρές δόσεις Lala land, δόσεις πνευματικής ευφορίας σε δύσκολες περιόδους της ζωής μας»

 

 

Μιούζικαλ,αμερικάνικης παραγωγής σε σκηνοθεσία Ντάμιεν Σαζέλ με τους: Ράιαν Γκόσλινγκ, Έμα Στόουν, Ρόζμαρι Ντεγουίτ, Τζον Λέτζεντ. Διάρκεια: 128΄

 

 

 

 

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Από την αναβίωσή της στην Τεχνόπολη,στο Γκάζι Η πολυαμφιλεγόμενη δεκαετία του '80

Από την αναβίωσή της στην Τεχνόπολη,στο Γκάζι


Η πολυαμφιλεγόμενη δεκαετία του '80






Ήταν λίγο μετά τις 8.30 το βράδυ του προηγούμενου Σαββάτου όταν μπήκα στο χώρο της έκθεσης  με θέμα : «GR80, η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη» στον όμορφο χώρο της Τεχνόπολης του Δήμου Πειραιώς,που ξεκίνησε από τις 25 Ιανουαρίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 12 Μαρτίου.

Η έκθεση έκλεινε τις πόρτες της για το κοινό στις 10, ωστόσο υπήρχαν ακόμα επισκέπτεςπου εισέρχονταν στο χώρο της,αφού,όπως με πληροφόρησαν στο ταμείο,υπήρχε συνεχής ροή επισκεπτών από νωρίς το πρωί.Φορώντας το χαρακτηριστικό κίτρινο βραχιολάκι και με είσοδο πέντε ευρώ, είσαι έτοιμος να περιηγηθείς στα 18 περίπτερα,τα οποία  στεγάζονται είτε στους μόνιμους χώρους της Τεχνόπολης, είτε σε ειδικά διαμορφωμένα κοντέινερς. 


Στα περίπτερα της έκθεσης  υπάρχει  διάχυτη η κουλτούρα της εποχής  η οποία, μέσω οπτικοακουστικού υλικού,βγήκε από το «χρονοντούλαπο» της ιστορίας,ανασύροντας αναμνήσεις σε όσους ζήσαμε στη δεκαετία αυτή και δίνοντας  την ευκαιρία να τη γνωρίσει- σε έναν βαθμό -όποιος έχει γεννηθεί μετά από αυτή.

Κάθε περίπτερο έχει τη δική του θεματική:
Πολιτική, τρομοκρατία, ιδεολογία, φύλο, κοινωνική πολιτική,οικονομία,κατοικία,κατανάλωση,παιχνίδι,λαϊκότητα, νεανικές κουλτούρες,καλλιτεχνικές πρωτοπορίες, τεχνολογία, μαζική ενημέρωση. Στα περίπτερα της έκθεσης φιλοξενούνται επαρκώς και με αρκετή ευστοχία (ως προς την επιλογή των εκθεμάτων που υπάρχουν) αντικείμενα,ήχοι και εικόνες της δεκαετίας κατά την οποία "πήρε μορφή"η μέση αστική τάξη στη χώρα μας.


Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί  στο σπίτι που στήθηκε με έπιπλα της εποχής αλλά και το κομμωτήριο.Μπορεί να περιεργαστεί και το θρυλικό «παπάκι» και το αυτοκίνητο Πόνυ,να δει περιοδικά και  βιβλία,ρούχα και αντικείμενα της εποχής, να βρεθεί ανάμεσα στα παιχνίδια, να δει ακόμα και τις εκπομπές και τις τηλεοπτικές σειρές που παίζονταν τη δεκαετία του 80,να διαβάσει τα δημοσιεύματα και τα σημαντικότερα γεγονότα,κοινωνικά και πολιτικά ,που έλαβαν χώρα στην Έλλάδα της Αλλαγής,του δικομματισμού,της κατάργησης της  σχολικής ποδιάς ,της έξαρσης του φεμινισμού,του σκανδάλου των Πάμπερς ,των πράσινων και μπλε καφενείων, του Μουσικοράματος και των  βιντεοταινιών….

Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του(στη Lifo) ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας του Ελληνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ένας εκ των δύο επιστημονικών επιμελητών την έκθεσης (μαζί με τον Βασίλη Βαμβακά):

«Ο στόχος της έκθεσης είναι να μπουν σε έναν απαιτητικό πολιτιστικό χώρο άνθρωποι οι οποίοι νομίζουν ότι δεν μπορούν να το κάνουν, που μένουν έξω από πράγματα τα οποία τους ενδιαφέρουν, επειδή οι φόρμες και οι θεματολογίες είναι πολύ στενές. Η φόρμα στη δική μας έκθεση έχει μια ευρύτητα και είναι εύκολο για τον κόσμο να αποδεχθεί τη θεματολογία της. Από αυτή την άποψη είναι εύκολο αυτό που κάνουμε. Κάποιος που θα έρθει δεν πρέπει να νιώσει δέος, ότι μπήκε κάπου όπου προαπαιτείται η γνώση ορισμένων πραγμάτων. Υπάρχει όλη αυτή η φαντασίωση που δεν είναι ελληνική, ότι ok, να πάω σε ένα μουσείο, αλλά πώς να το κάνω αν δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό; Εμείς εδώ λέμε: “Δεν χρειάζεται να ξέρεις. Έλα και δες”.

Όσο για το αν ήθελαν να επισύρουν αισθήματα νοσταλγίας στο κοινό, σε άλλο σημείο διευκρινίζει ότι δεν είναι ο κύριος στόχος της έκθεσης, «Ωστόσο, η νοσταλγία είναι καλό εργαλείο για να κάνουμε τους ανθρώπους να κοιτάξουν τον εαυτό τους όπως είναι σήμερα»,αναφέρει χαρακτηριστικά.


Μία ώρα διήρκεσε η δική μου περιήγηση στην έκθεση προς τιμήν της  δεκαετίας στην αρχή της οποίας  άνθρωποι του ηλικιακού μου πεδίου ήμασταν φοιτητές και στο τέλος της είχαμε τελειώσει τις σπουδές μας, είχαμε αρχίσει να δημιουργούμε τις δικές μας οικογένειες, να εισερχόμαστε στην αγορά εργασίας και να συνεχίζουμε να είμαστε εν ενεργεία.Μία ώρα με ανάμικτα συναισθήματα,ανάλογα με τις αναμνήσεις που μου ανέσυρε  κάθε θέμα ή αντικείμενο.


Το κιτς ως τάση αλλά και ως επιλογή είναι διάχυτο στα περίπτερα της έκθεσης, σε σημείο που να θες να πεις πως δεν ήταν τόσο μονοκόμματη αυτή η εποχή αλλά πως υπήρχε και η μινιμαλιστική τάση καθώς και κλασικά, συλλεκτικά και καλόγουστα αντικείμενα. Αυτό θεωρώ ότι είναι από τις βασικές ελλείψεις της έκθεσης. Φυσικά, εκ των υστέρων που «ρώτησα και έμαθα»(θέλω πάντα να επισκέπτομαι με την προσωπική μου ματιά, αρχικά)  :«η Έκθεση ήταν δημοκρατική: εκθέτει ό,τι συνεισέφεραν οι πολίτες . Η Έκθεση είναι μεν συνέχεια του Λεξικού, έγινε ωστόσο χωρίς καθόλου χρήματα. Είναι όμως μια έκθεση εθελοντών και no  budget, με πληροφόρησε φίλη. Με αυτό το δεδομένο, και με το δεδομένο ότι είναι συμμετοχική,  πήγε καλά. Φυσικά και θα μπορούσε να είναι πολύ-πολύ καλύτερη, αν ήταν "κανονική", δηλαδή με επαγγελματίες και με προϋπολογισμό.


Άλλοι αγνοούν την έκθεση και  αρνούνται  να την  επισκεφθούν,ενώ κάποιοι άλλοι δεν συζητούν καν γι'αυτή.

Όσο κι αν αγαπάμε να κατακρίνουμε τα «έιτις»,δεν παύουμε παράλληλα να αναγνωρίζουμε πως είναι η εποχή της δικής μας αθωότητας ,μια εποχή που  η Ελλάδα γνώριζε αύξηση του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου της και που κυριαρχούσε η αισιοδοξία για το μέλλον-όσο και αν τελικά η ίδια αυτή δεκαετία υπήρξε στην ουσία  η αρχή της κρίσης που βιώνουμε σήμερα.

Το πέρασμά μου από την έκθεση μου άφησε ανάλογη εντύπωση με εκείνη όταν βλέπουμε τις παλιές φωτογραφίες στις οποίες  δεν μας πολυαρέσει η αισθητική που ακολουθούσαμε, θέλουμε  όμως να τις βλέπουμε πού και πού για να διαπιστώνουμε αν και πόσο βελτιωθήκαμε.

Ίσως στην τελική  αποτίμησή μου να συνέβαλε τελικά και το γεγονός ότι ανάμικτα είναι και τα συναισθήματά μου για την ίδια τη δεκαετία του 80.




Από την Άννα Καρένινα στην Ανα(στάζια) Στιλ.

Από την Άννα Καρένινα στην Ανα(στάζια) Στιλ.

 Της Χαριτίνης Μαλισσόβα.


Δεν μιλάμε, φυσικά, για τη σύγκριση των δύο λογοτεχνών, του κορυφαίου και καταξιωμένου Τολστόι και της μέχρι πρόσφατα άσημης και ήδη πολυεκατομμυριούχου συγγραφέα των 50 αποχρώσεων του Γκρι,Ε.Λ Τζέημς .Εν προκειμένω μάς αφορά η αντιμετώπιση της γυναίκας ως αντικείμενο του πόθου σε δύο ακραίες( για την εποχή τους η καθεμιά.) ιστορίες .

Το ερώτημα που επίσης τίθεται είναι τι το ενδιαφέρον μπορεί να βρίσκει ο γυναικείος πληθυσμός του 21ουαιώνα, στον οποίο το μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο είναι αρκετά υψηλό σε ένα βιβλίο (τρία για να ακριβολογούμε) χωρίς κανένα λογοτεχνικό ενδιαφέρον και χωρίς  καν να περιλαμβάνει  στις σελίδες του όσα γράφει στο οπισθόφυλλο.

Προσπαθώντας να φτάσουμε στα άδυτα της γυναικείας ψυχοσύνθεσης και στα κριτήρια με τα οποία επιλέγει τα αναγνώσματά της, αρκεί(;)να ρίξουμε μια ματιά στις στήλες των ευπώλητων βιβλίων.

Σε ελληνικό αλλά και πανευρωπαϊκό επίπεδο οι γυναίκες δείχνουν να προτιμούν τα γεμάτα κλισέ και επαναλαμβανόμενα βιβλία,διανθισμένα με όμορφους, έξυπνους, επιτυχημένους(δηλ.πάμπλουτους) και φυσικά εξαιρετικούς εραστέςΠρόκειται σαφώς για  την αναβίωση των ηρώων των πάλαι ποτέ Άρλεκιν σε μικρές παραλλαγές.

Η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα  μπορεί να είναι από προφανής μέχρι και αρκετά καλά "κρυμμένη",και χρήζουσα ψυχανάλυσης.

Διότι από τη μια έχουμε τη γυναίκα που απαιτεί τη χειραφέτησή της μέσα στο οικογενειακό, κοινωνικό  και εργασιακό περιβάλλον ενώ την ίδια στιγμή τρέφεται με ιστορίες που μόνο αυτό δεν προβάλλουν.Πώς λοιπόν να "καταξιωθεί" ο γυναικείος πληθυσμός  στη συνείδηση του ανδρικού πληθυσμού (αλλά και στο δικό του φύλο) όταν οι ίδιες άλλα λένε φωναχτά και άλλα πράττουν τελικά;


Φυσικά αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι ο λόγος για τον οποίο διαβάζουμε αλλά και ο τρόπος με τον οποίο διαβάζουμε…Το είδος της ανάγνωσης που κάνουμε όπως και το πόσο επαρκείς αναγνώστες-τριες είμαστε.

«Με ένα Άρλεκιν ξεχνιέμαι,»ήταν το σποτ της γνωστής σειράς βιβλίων που καθόρισαν συνειδήσεις επί συνειδήσεων,αφού,όχι μόνον δεν ξεχνιόταν η νοικοκυρά του 80 διαβάζοντάς τα, αλλά έπλαθε σενάρια ταύτισης και αναζητούσε να ξεφύγει από το νοσηρό ή βαρετό περιβάλλον της, αναζητώντας τον ανύπαρκτο- πλην επιθυμητό -πρίγκιπα.

   Η Άννα Καρένινα ,toμυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι., δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό «Ρούσκιι Βέστνικ» μεταξύ 1873 και 1877, ενώ εκδόθηκε για πρώτη φορά ως βιβλίο το 1878. Μαζί με το «Πόλεμος και Ειρήνη» θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα του συγγραφέα, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Τολστόι περιγράφει το πώς το πάθος ενός ανθρώπου μπορεί να τον οδηγήσει στο προσωπικό δράμα και την καταστροφή, ενώ αναλύει ψυχολογικά τους ανθρώπινους χαρακτήρες. Ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας που λατρεύτηκε από  πολλές αναγνώστριες όπου γης.Εκεί συναντούμε την υποκριτική κοινωνία της εποχής του 19ου αιώνα που ωθεί την μοιχαλίδα Καρένινα στην αυτοκτονία. 


 Στη σημερινή εποχή,η φοιτήτρια λογοτεχνίας Αναστάζια Στιλ παίρνει συνέντευξη, για το περιοδικό του Πανεπιστημίου, από τον επιτυχημένο επιχειρηματία Κρίστιαν Γκρέι. Νιώθει αμέσως τη δύναμη της γοητείας του, αλλά ταυτόχρονα η σκέψη του της προκαλεί βαθιά ανασφάλεια.Αφελής και αθώα, η Αναστάζια σοκάρεται μόλις συνειδητοποιεί πόσο πολύ επιθυμεί αυτόν τον άνδρα. Και, όταν εκείνος την προειδοποιεί να μείνει σε απόσταση, αυτό την κάνει να τον θέλει ακόμα περισσότερο.

Όμως ο Γκρέι βασανίζεται από τους προσωπικούς του δαίμονες και η ανάγκη να εξουσιάζει τον κυριεύει. Καθώς ξεκινούν μια παθιασμένη ερωτική σχέση, η Αναστάζια ανακαλύπτει περισσότερα για τις δικές της επιθυμίες καθώς και για τα σκοτεινά μυστικά που ο Γκρέι κρατά κρυμμένα... 


Περισσότερο ανασφαλής και λιγότερο γοητευτική, χαμένη στη ροή της ζωής που της "επιβάλλει" ο πάμπλουτος πολύφερνος γαμπρός, η Αναστάζια Στιλ πιθανόν να γοητεύει τις απανταχού θαυμάστριές της ακριβώς επειδή  είναι και οι ίδιες ανασφαλείς, αφελείς και χαμένες στην εικονική τους πραγματικότητα.

-"Αλλά μήπως και η Καρένινα δεν ήταν ανασφαλής;",θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος..

-Ναι, μόνο που η σημερινή εποχή, η εποχή της πληροφόρησης, δεν συγχωρεί την αφέλεια.





Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Τζέημς Τζόυς:135 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου λογοτέχνη& 95 χρόνια από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματός του "Οδυσσέας"

135 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου λογοτέχνη& 95 χρόνια από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματός του "Οδυσσέας"

             Τζέημς Τζόυς.
Η ζωή και το έργο του κορυφαίου λογοτέχνη του 20ού αιώνα.



Στις 2 Φεβρουαρίου συμπληρώθηκαν 135 χρόνια από τη γέννηση του πολυαμφιλεγόμενου κορυφαίου λογοτέχνη& 95 χρόνια από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματός του "Οδυσσέας",την ημέρα που ο συγγραφέας συμπλήρωνε τα 40 του χρόνια.
Η ζωή του
Ο Τζόυς γεννήθηκε το 1882 σε ένα προάστιο του Δουβλίνου και ήταν το μεγαλύτερο από τα δέκα παιδιά μιας τυπικής ιρλανδικής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν αντικληρικαλιστής και φιλελεύθερος, με σύζυγο μια πιστή καθολική. Σπούδασε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ, παράλληλα με τις σπουδές του για λόγους βιοπορισμού, ασκούσε την έξοχη ικανότητά του ως τενόρου.
Δοθέντος ότι το Δουβλίνο προκαλούσε αποστροφή στον συγγραφέα, αναγκάστηκε να μεταβεί στη Ζυρίχη και κατόπιν στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε ως δάσκαλος και απέκτησε τα δυο του παιδιά, Τζόρτζιο και Λουτσία. Τελικά, ο Τζόυς, χάρη στη μεσολάβηση του Πάουντ, θα μετοικήσει στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει επί είκοσι συνεχόμενα χρόνια. Το '32, μετά από 27 χρόνια κοινής ζωής, θα παντρευτεί τη μητέρα των παιδιών του,Νόρα Μπάρνακλ.
Ο Τζόυς, σχεδόν τυφλός, με κλονισμένη την υγεία, θα καταρρεύσει στις 13 Ιανουαρίου του 1941, τρεις εβδομάδες πριν κλείσει τα πενήντα εννιά του χρόνια.

Η Νόρα & το Bloomsday


Η γνωριμία του με τη Νόρα Μπάρνακλ –καμαριέρα σε ξενοδοχείο– του ενέπνευσε έναν τρελό έρωτα που δεν ξεθύμανε ποτέ. Η κρίσιμη συνάντησή τους στις 16 Ιουνίου του 1904, πριν από ακριβώς έναν αιώνα, θα αναχθεί – και ιδού η ακαταμάχητη δύναμη του ερωτευμένου άντρα – όχι μονάχα σε μία από τις πλέον εμβληματικές ημερομηνίες της λογοτεχνίας αλλά και σε παγκόσμια γιορτή: ο Τζόυς την έκανε πρωταγωνίστρια στο αριστούργημά του, τον Οδυσσέα και έκτοτε όλος ο κόσμος ονομάζει «Μπλούμζντεη», «Μέρα του Μπλουμ», τη 16η Ιουνίου, και στο Δουβλίνο συρρέουν κάθε χρόνο πλήθη για να την τιμήσουν! Πρόκειται για μια από τις ευγενέστερες εκδικήσεις της λογοτεχνίας και του έρωτα το να ξεφαντώνει κάθε χρόνο μια πόλη γεμάτη προσκυνητές από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης επειδή ένας συγγραφέας αντάμωσε με την αγαπημένη του.
Ενώ θα μένει προσηλωμένος στη Νόρα,ο ρομαντικός Τζέιμς Τζόυς δεν έμεινε αλώβητος από τα βέλη του έρωτα (ποιος μένει, άλλωστε; Μονάχα οι δειλοί!) Θα ξετρελαθεί με την Γερτρούδη Κέμπφερ, μια νεαρή γιατρό και συνάμα ασθενή – έπασχε από φυματίωση και βαθιά μελαγχολία. Θα παρασυρθεί σε αφροσύνες για τα μάτια αντιλόπης και τη χαρούμενη τραγουδιστή φωνή της Αμαλίας Πόππερ, μιας φοιτήτριάς του. Θα σαγηνευτεί από την αριστοκρατική ομορφιά της Μάρθας Φλάισμαν, θα την βομβαρδίζει με παθιασμένες ερωτικές επιστολές προτού καν μάθει το όνομά της – τις άφηνε ο ίδιος στο διαμέρισμά της και μετά στεκόταν έξω στο δρόμο  και την απολάμβανε την ώρα που εκείνη διάβαζε τις πυρωμένες και απρεπείς ικεσίες του. Η Φλάισμαν θα απαθανατιστεί,  θα γίνει η Ναυσικά του στον Οδυσσέα, υπέρτατη τιμή για μια γυναίκα που διάβαζε άψυχα μυθιστορήματα, που άλλαζε διάθεση ανάλογα με το φεγγάρι, που κύριο μέλημά της ήταν η ενδυματολογίας.

Γράμματα στη Νόρα

Ο μικρός τόμος (138 σελίδων), όπου διαβάζουμε τα απόκρυφα αναφορικά με τους έρωτες του Τζόυς με τη Νόρα, ουσιαστικά ανταποκρίνονται σε ένα σαρκικό πάθος που σήμερα τουλάχιστον δεν αφήνει σύξυλο τον αναγνώστη. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η περιέργεια που ικανοποιείται αλλά και ένα πάθος για τα συγγραφικά μυστικά που μπορεί να αρχίζουν στο λευκό χαρτί αλλά βόσκουν παράταιρα πάνω στο κορμί της Νόρας. 

Finnegans
Το 1939, θα εκδοθεί το Finnegans Wake,αυτός ο μεγαλειώδης θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ίδιας της ζωής. Την ίδια χρονιά, ο Σάμιουελ Μπέκετ θα τον βοηθήσει να μαζέψει τα χαρτιά και τα μολύβια του, και να εξοριστεί για μιαν ακόμα φορά. Οι ναζί εισέβαλαν στη Γαλλία, το Παρίσι έπεσε, και ο Ιρλανδός βρέθηκε και πάλι στη Ζυρίχη.

Ο Οδυσσέας(Ulysses)

Επιτομή του μοντερνισμού
Ο Οδυσσέας συνιστά, μαζί με την Έρημη χώρα του Έλιοτ, η οποία κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, την επιτομή του υψηλού μοντερνισμού. Αντιλαμβάνεται κανείς τη γοητεία που άσκησε (και τις αμέτρητες μελέτες που προκάλεσε), αφού, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Ελιοτ, ο Τζόυς «κατεδάφισε» όλες τις εκδοχές του ύφους που μας παρέδωσε ο 19ος αιώνας. Ενενήντα πέντε  χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση ο χρόνος, αντί να φθείρει αυτό το αριστούργημα, του πρόσθεσε νέες αποχρώσεις - για να μην αναφερθούμε στον πόλεμο που εξακολουθεί να μαίνεται ανάμεσα σε ειδικούς και μη για το ποιο θα πρέπει να είναι το τελικό (οριστικό) κείμενο, τι λάθη παρεισέφρησαν στη μία ή στην άλλη έκδοσή του, ποιες «διορθώσεις» λαθών ήταν λανθασμένες και ποια από τις άπειρες μεταφράσεις του βρίσκεται πλησιέστερα στο πρωτότυπο. Δεν είναι τυχαίο ότι στον κατάλογο των 100 σημαντικότερων μυθιστορημάτων της Modern Library (του εκδοτικού κολοσσού Random House) ο Οδυσσέας κατέχει την πρώτη θέση.
Οδύσσεια της καθημερινότητας.
Η σύλληψη του συγγραφέα υπήρξε μεγαλοφυής - και ακόμη περισσότερο η εκτέλεση. Ο Τζόυς έγραψε τη δική του Οδύσσεια της καθημερινότητας, όπου όλα είναι απολύτως συγκεκριμένα. 16 Ιουνίου 1904. Δουβλίνο. Ενας κάτοικος, ο Λέοπολντ Μπλουμ, ξυπνάει για να πάει στη δουλειά του. Αλλά αργεί να επιστρέψει στο σπίτι του. Αργοπορεί, καθυστερεί και φτάνει τις πρώτες ώρες της επομένης. Το σπίτι του είναι η Ιθάκη του και τα όσα συμβαίνουν παραπέμπουν στα περιστατικά της ομηρικής Οδύσσειας. Μόνο που εδώ η κάθοδος στον Αδη αντιστοιχεί σε μια μετάβαση του Μπλουμ στο νεκροταφείο, όπου πηγαίνει για να παραστεί στην κηδεία ενός φίλου του που πέθανε ξαφνικά, οι Σειρήνες είναι τα κορίτσια του μπαρ ενός ξενοδοχείου, η σπηλιά του Κύκλωπα ένα άλλο μπαρ, όπου ο πιο γνωστός θαμώνας του είναι κάποιος ιρλανδός εθνικιστής και αντισημίτης, η Κίρκη ένα πορνείο, ενώ το νησί του Αιόλου τα γραφεία μιας εφημερίδας.

Αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, κάτι πέραν του μυθιστορήματος, κάτι σχεδόν πέραν της λογοτεχνίας, όπως και ό,τι άλλο θέλησε να συνθέσει ο Τζόυς, είναι συνάμα ιερουργία και βεβήλωση, είναι τραγούδι και ουρλιαχτό, είναι φιλοσοφική πραγματεία και πονεμένες αναμνήσεις, είναι εκ βαθέων εξομολόγηση και πείραμα, οχετός και ψαλμωδία. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, την ημέρα των τεσσαρακοστών γενεθλίων του, εκδίδεται στο Παρίσι ο Οδυσσέας, από τον εκδοτικό οίκο Shakespeare & Co, της Αμερικανίδας Σύλβια Μπητς. Η έκρηξη έχει συντελεστεί, και η ιστορία της λογοτεχνίας παίρνει άλλη τροπή.
Ο Οδυσσέας αποτελείται από 18 κεφάλαια, το καθένα από τα οποία έχει γραφτεί με διαφορετική τεχνική και το καθένα καλύπτει περίπου μία ώρα από τον συνολικό αφηγηματικό χρόνο. Η αφήγηση είναι πολυεπίπεδη, με μια απίστευτη ποικιλία αποχρώσεων όπου ο συγγραφέας, χωρίς να παρουσιάζεται ως κλασικός παντογνώστης αφηγητής, αποδεικνύεται απόλυτος κάτοχος του υλικού του. Τα επεισόδια που περιγράφει, κυρίως όμως ο ανεπανάληπτος τρόπος με τον οποίο τα συνθέτει, η διείσδυση στο υπόστρωμα του χαρακτήρα του καθενός από τα πρόσωπα που παρελαύνουν στις σελίδες του ώσπου να καταλήξει στο απίστευτο τελευταίο κεφάλαιο, τον λεγόμενο «μονόλογο της Μόλλυ», συνθέτουν ένα έργο το οποίο ουδείς προσπάθησε να μιμηθεί ως σήμερα χωρίς να αποτύχει οικτρά, αποδεικνύοντας, πολύ απλά, ότι η μοναδικότητα δεν επαναλαμβάνεται. 
Πέραν αυτού, δεν υπάρχει μυθιστόρημα στην παγκόσμια λογοτεχνία όπου να έχουμε ένα τόσο λεπτομερές πορτρέτο μιας πόλης, όπως είναι εδώ το Δουβλίνο, σε σημείο μάλιστα που ο Τζόυς να ισχυριστεί ότι, αν η πόλη είχε ολοσχερώς καταστραφεί, θα μπορούσε να ξαναχτιστεί πανομοιότυπη, «τούβλο-τούβλο», με βάση τον Οδυσσέα.
Ο «Οδυσσέας» θεωρείται από την πλειονότητα των ειδικών ως το κορυφαίο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα, για την ιδιάζουσα χρήση της γλώσσας και τους νεωτερισμούς που ενσωμάτωσε στο κλασσικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Γράφτηκε από τον Τζέιμς Τζόυς το 1922, αλλά στα ελληνικά κυκλοφόρησε σε ολοκληρωμένη μορφή μόλις το 1990, από τις εκδόσεις «Κέδρος», σε μετάφραση Σωκράτη Καψάσκη.


Για όσους κινδυνέψουν να χαθούν στο λαβύρινθο των 820 σελίδων του «Οδυσσέα», υπάρχει ο «μίτος της Αριάδνης», στο βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου «Οδυσσέας. Οδηγός Ανάγνωσης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος».

{Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες}



{Πηγές:  lifo.gr(Κωστής Παπαγιώργης-Γ.Ίκαρος Μπαμπασάκης)
wikipaideia,tovima.gr}